- ἀσκευής
- ἀσκευήςwithout the implements of his artmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασκευής — ἀσκευής, ές (Α) [σκεύος] 1. αυτός που δεν έχει εργαλεία της τέχνης του 2. εκείνος που δεν έχει έπιπλα … Dictionary of Greek